τοπήιον

τοπήιον
τὸ, Α
ιων. τ. βλ. τοπείο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • τοπήια — τοπήιον neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τοπείο — (I) το, Ν (δ. γρφ.) βλ. τοπίο. (II) το / τοπεῑον, ΝΑ, και ιων. τ. τοπήιον Α νεοελλ. ναυτ. τα ξάρτια πλοίου αρχ. σχοινί, παλαμάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < τόπος, αν και η σύνδεση αυτή προσκρούει σε σημασιολογικές δυσχέρειες] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”